Οι Νηρηίδες κατά την ελληνική μυθολογία ήταν νύμφες, κόρες του Νηρέα και της Ωκεανίδας Δωρίδας. Ως εγγονές του Ωκεανού, έδιναν ανθρώπινη μορφή σε καταστάσεις και χαρακτηριστικά της θάλασσας. Οι Νηρηΐδες σύμφωνα με τη μεταφορά της μυθολογίας ήταν πενήντα, μολονότι κάποιες απόψεις τις θέλουν να φτάνουν τις εκατό. Ζούσαν στο βυθό της θάλασσας, στο παλάτι του πατέρα τους. Είχαν τη δύναμη να αγριεύουν τη θάλασσα αλλά και να την γαληνεύουν όποτε ήθελαν. Περιχαρείς για την αθανασία τους, συνόδευαν τά άρματα των ενάλιων θεών. Οι Νηρηίδες δεν επέτρεπαν στις θνητές να τις συναγωνίζονται στην ομορφιά και τη γοητεία. Οι παραδόσεις τις θέλουν να περνούν το χρόνο τους χορεύοντας και κολυμπώντας παρέα με δελφίνια. Άλλοτε πάλι, τις παρουσιάζουν ανακαθισμένες σε θρόνους ή βράχους να τραγουδούν, να υφαίνουν ή να περιποιούνται τα μακριά μαλλιά τους.
Οι πιο ξακουστές Νηρηίδες είναι η Αμφιτρίτη, γυναίκα του Ποσειδώνα και μητέρα του Τρίτωνα, η Θέτιδα μητέρα του θρυλικού Αχιλλέα, η Ψαμάθη γυναίκα του Αιακού και η Γαλάτεια, που ήταν γυναίκα του κύκλωπα Πολύφημου.
Τα ονόματα των Νηρηΐδων που συναντιούνται στη Θεογονία του Ησίοδου αναφέρονται στις διάφορες ιδιότητες και καταστάσεις της θάλασσας. Απεικονίζουν τα ευεργετήματα της θάλασσας, τα πλούτη που δίνει στον άνθρωπο και την ευκολία που παρέχει στο εμπόριο. Σύμφωνα με τον Ησίοδο, τα ονόματα των 50 Νηρηίδων ήταν τα εξής: Αγαύη, Ακταία, Αλία, Αλιμήδη, Αμφιτρίτη, Αυτονόη, Γαλάτεια, Γαλήνη, Γλαύκη, Γλαυκονόμη, Δυναμήνη, Δωτώ, Ερατώ, Ευαγόρη, Ευάρνη, Ευδώρη, Ευκράτη, Ευλιμένη, Ευνίκη, Ευπόμπη, Ηιόνη, Θεμιστώ, Θέτις, Θόη, Ιπποθόη, Ιππονόη, Κλυμένη, Κυματολήγη, Κυμοδόκη, Κυμοθόη, Κυμώ, Λαομέδεια, Λειαγόρη, Λυσιάνασσα, Μελίτη, Μενίππη, Νημερτής, Νησαία, Νησώ, Πανόπη, Πασιθέα, Πολυνόη, Ποντοπόρεια, Προνόη, Πρωτομέδεια, Πρωτώ, Σαώ, Σπειώ, Φέρουσα, Ψαμάθη.
Οι Νηρηΐδες υπάρχουν μέχρι και σήμερα στις παραδόσεις του τόπου με μικρή παραφθορά του ονόματος ως νύμφες “Νεράιδες”. Νηρηΐδες ήταν ο τύπος του ονόματος όπως τον χρησιμοποιούσαν κατά την αρχαιότητα ο Όμηρος, ο Ησίοδος κ.α. Άλλωστε οι δύο αυτές λέξεις, “Νεράιδα” και “Νηρηΐδα”, ανάγονται στον όρο Nerti, που σημαίνει «βυθίζω». Η παρετυμολογία του ονόματος, σύμφωνα με την οποία το “Νεράϊδα” προέρχεται από τη λέξη “νερά”, αποδίδει επίσης τη στενή σχέση των Νηρηίδων με το νερό. Οι νεράϊδες των Ελληνικών παραμυθιών φαντάζουν πλασμένες απ' το υγρό στοιχείο, υδάτινες. Ζουν όπως και οι νύμφες στα βουνά, στα δάση, στα ποτάμια, σε πηγές, σε συντριβάνια, σε σπηλιές, σε όλη τη φύση, και αποκαλούνται με πολλά ονόματα: ανεράδες, ανεραγόδες, νεράισσες, ξεραμένες, αβραγίδες κτλ. Οι δοξασίες τις θέλουν να κινούνται σε χώρους κυκλικούς όπως αλώνια, συντριβάνια, λίμνες ή στέρνες, όπως κυκλικές είναι και οι κινήσεις τους στον χορό τους που αφήνει κυκλικά χνάρια, ή στο γνέσιμο. Είναι κατά παράδοση όμορφες, με μακριά ξανθά συνήθως μαλλιά και πράσινα μάτια, φορούν λευκά φουστάνια με λευκό μαντήλι και τις βλέπουν μονάχα οι σαββατογεννημένοι και οι αλαφροΐσκιωτοι.